- κίνημ'
- κί̱νημα , κίνημαmovementneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
κλακέτα — η 1. μικρό μουσικό όργανο που αποτελείται συνήθως από δύο ή περισσότερα ξύλινα πλακίδια τα οποία κρουόμενα παράγουν ήχο 2. κινημ. μικρή διάταξη αποτελούμενη από μια ξύλινη πλακέτα με κινητό βραχίονα, η οποία χρησιμοποιείται κατά το γύρισμα… … Dictionary of Greek
λήψη — η (AM λῆψις) 1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.) 2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη… … Dictionary of Greek
μακιγιάζ — και μακιγιάρισμα, το 1. τεχνική που έχει ως σκοπό τον εξωραϊσμό τού προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών 2. τεχνική λεπτομερειακού φτιασιδώματος τού προσώπου ενός ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων βοηθητικών ουσιών με σκοπό να… … Dictionary of Greek
μοντάζ — Στην κινηματογραφική γλώσσα σημαίνει τη φάση της επεξεργασίας μιας ταινίας κατά την οποία επιλέγονται και συνδέονται οι εικόνες που γυρίστηκαν κατά τη λήψη. Στη διάρκεια του μ. καθορίζεται ακόμα η τελειωτική σχέση μεταξύ της εικόνας και του ήχου … Dictionary of Greek
νουβέλ βαγκ — το κινημ. ονομασία που δόθηκε από τους κριτικούς σε ορισμένους Γάλλους σκηνοθέτες τού κινηματογράφου το 1958 οι οποίοι αντιδρούσαν στις ώς τότε δομές τού γαλλικού κινηματογράφου και γύρισαν δικές τους ταινίες υπερασπίζοντας τον «κινηματογράφο τού … Dictionary of Greek
ντεκουπάζ — και ντεκουπάρισμα, το 1. (φωτογρ. τυπογρ.) εργασία κατά την οποία μία εικόνα αποχωρίζεται από τον περίγυρό της, από το φόντο της, ξεγύρισμα 2. κινημ. τελική διαμόρφωση τού σεναρίου κινηματογραφικής ταινίας κατά την οποία γίνεται χωρισμός τών… … Dictionary of Greek
ντεκόρ — το άκλ. 1. διακοσμητικό στοιχείο 2. (θεατρ. κινημ.) α) σκηνικός διάκοσμος β) σκηνικό κλειστού χώρου όπου γυρίζεται κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decor < decorer «διακοσμώ» < λατ. decoro «κοσμώ» < λατ. decus,… … Dictionary of Greek
πανοραμικός — ή, ό [πανόραμα] 1. αυτός που μοιάζει με πανόραμα ή αυτός που φαίνεται σαν σε πανόραμα (α. «πανοραμική θέα» β. «πανοραμική οθόνη») 2. (κατ επέκτ.) θεαματικός, αξιοθέατος, φαντασμαγορικός 3. φρ. «πανοραμική λήψη» κινημ. κινηματογραφική λήψη η οποία … Dictionary of Greek